* συζητήσεις *εργαστήρια *εκδηλώσεις *εκθέσεις

*μεταναστευτικές κουζίνες *συναυλίες *παιδότοπος

*θέατρο *χρώματα *φίλοι

#αυτός ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει

Image

Image

Image

ImageImageImageImageImageImage

Image

Η Β.

3 Απριλίου, 2013

Τη δεκαετία του ’80 που πήγαινα στο δημοτικό, ένα από τα πράγματα που με γέμιζε χαρά ήταν οι επισκέψεις της Β., ξαδέρφης του μπαμπά, που σπούδαζε τότε στη νοσηλευτική και τα Σαββατοκύριακα ερχόταν για να μας δει και να παίξει μαζί μας. Η Β. ήταν όμορφη κοπέλα και  καμάρι του χωριού της, όπου η πλειοψηφία των συνομήλικων κοριτσιών ασχολούνταν με τις παντρειές και τις γεωργικές εργασίες.  Για τα δεδομένα της μικρής κοινωνίας των διακοσίων κατοίκων, από την οποία προερχόταν,  θεωρούνταν αναμφίβολα πρωτοπόρα.  Μια ωραία πρωία,  όμως η Β. μας την έσκασε: πήγε και κλείστηκε σ΄ ένα μοναστήρι, εγκαταλείποντας σπουδές, φιλίες και κοσμική ζωή στη Θεσσαλονίκη. Παρά την αφέλεια των παιδικών μας χρόνων και τις συνωμοτικές συζητήσεις των μεγάλων κάθε φορά που η αδερφή μου κι εγώ ήμασταν μπροστά, μπορούσαμε ακόμα κι εμείς ν’ αντιληφθούμε ότι αυτό που συνέβη ήταν αποτέλεσμα μιας μεγάλης ερωτικής απογοήτευσης, που στοίχειωσε κι αρρώστησε τη Β. μας.  Δε θα ξαναρχόταν πια στο σπίτι, με δώρα, γκοφρέτες και παιχνίδια.

Η μάνα της, που ήταν ετεροθαλής αδερφή της γιαγιάς μου, το πήρε βαρέως αλλά δεν εγκατέλειψε τη μάχη. Ήταν αποφασισμένη να βγάλει την κόρη της από το μοναστήρι και να ψάξει να βρει τον αλήτη που την ξελόγιασε για να τον κάνει να πληρώσει. Έτσι, ένα φθινοπωρινό απόγευμα πληροφορηθήκαμε ότι ανέβηκε στο μοναστήρι με ένα μπετόνι πετρέλαιο στο χέρι και άκρως εμπρηστικές προθέσεις κι ότι επιχείρησε να βάλει φωτιά, αλλά μετά την έγκαιρη επέμβαση τρίτων οι πράξεις της παρέμειναν στο στάδιο της απόπειρας. Συγγενείς και συγχωριανοί προσπαθούσαν έκτοτε να τη συνετίσουν, ώστε ν’ σεβαστεί επιτέλους και ν’ αποδεχτεί την απόφαση της κόρης της και να σταματήσει τις ανοησίες. Κι εκείνη προσποιήθηκε με μεγάλη μαεστρία ότι ξεπέρασε το πλήγμα,  ενώ κατάστρωνε νυχθημερόν σχέδια «απαγωγής» της Β. και σωτηρίας της από τον κλοιό των καλογριών, όπως αποδείχτηκε αργότερα.  Η εκδήλωση του επόμενου επεισοδίου, ήταν απλά θέμα χρόνου.

Όταν μετά από εξαντλητικές προσπάθειες κατάφερε να μιλήσει με την κόρη της στο τηλέφωνο, την έπεισε να την επισκεφτεί για να συζητήσουν, αφού τη διαβεβαίωσε ότι μετάνιωσε πικρά για την απερισκεψία της. Μια Κυριακή ορίστηκε ως ημέρα επίσκεψης και η γιαγιά ανηφόρισε με τον άντρα της προς το μοναστήρι. Μετά από σύντονη αναμονή της εμφάνισαν τη Β., που στο μεταξύ είχε αλλάξει όνομα, συνοδευόμενη από άλλες δυο μοναχές και μια ακόμα μαθητευόμενη χωρίς ράσα, ενώ λίγο αργότερα μπήκε στην αίθουσα και η ηγουμένη προκειμένου να εποπτεύσει τη διαδικασία. Όσο κι αν προσπάθησε η γιαγιά να κρατήσει την ψυχραιμία της, ήταν αδύνατον. Ξέσπασε σε λυγμούς, αγκάλιασε και φίλησε την κόρη της, αλλά ένιωθε ότι πνίγεται εκεί μέσα, διότι δεν μπορούσε να της πει ούτε κουβέντα με τόσα ζευγάρια μάτια και αυτιά καρφωμένα επάνω τους. Δεν ήθελε και πολύ, το μυαλό θόλωσε και όρμησε τελικά στην ηγουμένη, ρίχνοντάς της μπόλικες δαγκωνιές, μέχρι να καταφέρουν να τις χωρίσουν. Κάπως έτσι έληξε άδοξα η επίσκεψη και η προσπάθεια προσέγγισης και το περιστατικό αυτό ήταν το νούμερο ένα θέμα συζήτησης στο σόι μας για μήνες. Η κανονική μου γιαγιά σταυροκοπιόταν συνέχεια κι έλεγε ότι με τα καμώματα της αδερφής της θα πέσει φωτιά να μας κάψει, άσχετα αν αργότερα διάβαζε το φλυτζάνι κι έριχνε τα χαρτιά στις γειτόνισσες, πράξεις όχι και τόσο χριστιανικές.

Χρόνια αργότερα, το 1998, η Β. μας επισκέφθηκε για μια και μοναδική φορά, μαυροφορεμένη, καθώς βρισκόταν στην πόλη ως συνοδός σε νοσοκομείο. Μας μιλούσε με ενθουσιασμό για το Χριστόδουλο, τονίζοντας πόσο κοντά ήταν στους νέους, θέλοντας να μας πείσει ότι όλα τα παιδιά, ακόμα κι αυτά με τα σκουλαρίκια και τα τατουάζ, είχαν θέση στην εκκλησία. Η αδερφή μου κι εγώ ήμασταν αλλού βέβαια και το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να χαμογελάμε, σε ενθύμηση των παλιών, καλών ημερών που η αδελφή Μ. ήταν απλά η Β. μας, που μας αγαπούσε και μας διάβαζε παραμύθια. Όταν έφυγε, βάλαμε στο βίντεο τις Αμαρτωλές Καλόγριες του Αλμοδόβαρ κι αποφασίσαμε εφεξής να τη φανταζόμαστε σαν την αδελφή Καταραμένη.

Image

Μέσα στα μούτρα

7 Φεβρουαρίου, 2013

Μήνες τώρα γυρίζει στο σπίτι και δεν του κολλάει ύπνος το βράδυ. Βλέπει τηλεόραση μέχρι τα χαράματα, στην αρχή διαβάζει τους υποτίτλους, μετά απλά κοιτά το κουτί, μέχρι να κλείσουν τα μάτια από εξάντληση. Όταν ξανανοίξουν θα είναι βαριά, λες και του ‘χει δέσει κάποιος πέτρες στα βλέφαρα. Μηχανικά ανοίγει το ψυγείο, βγάζει έξω το γάλα, ρίχνει στο μπωλ τη βρώμη.  Όταν έρθει η ώρα να πάει ξανά στη δουλειά, σκαρφίζεται κάθε απίθανη δικαιολογία για να καθυστερήσει.

Κάθε μέρα η ίδια διαδρομή, στάση για καφέ στο ίδιο σημείο, ίδιες σκέψεις.

 Ο μήνας τελείωσε και δεν πληρώθηκε.

Τηλεφώνησαν πάλι από την τράπεζα για τη δόση.

Στην τσέπη του παντελονιού του έχει δέκα ευρώ.

Τρία χρόνια έχει ν’ αγοράσει παντελόνι.

 Γυρίζει στο σπίτι, βλέπει τηλεόραση μέχρι τα χαράματα. Στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων ακούει την παρουσιάστρια

 “…Η Ν.Δ. χαρακτήρισε απαράδεκτες τις δηλώσεις Θεοδωρίδη για τα Ίμια κάνοντας λόγο για ανθελληνικό παραλήρημα και ζήτησε από τον πρόεδρο του κόμματος, Αλέξη Τσίπρα, να τον εκπαραθυρώσει. Ο εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Σκουρλέτης, από τη μεριά του, ξεκαθάρισε σε σχόλιο του στο twitter ότι οι προσωπικές απόψεις του Ν. Θεοδωρίδη απέχουν παρασάγγας από τις θέσεις του κόμματος και δεν τους εκπροσωπούν κατ’ ουδένα τρόπο…”

 Αρχίζει να φορτώνει.

Δεν μπορεί, μας δουλεύουν. Αυτοί που ήταν έτοιμοι να μας ρίξουν σε πόλεμο για μια βραχονησίδα, έχουν στο συρτάρι ολόκληρη λίστα με νησιά προς αξιοποίηση. «Υψηλού επιπέδου ολοκληρωμένα τουριστικά θέρετρα». Αναρωτιέται πόσα αρπακτικά γλυκοκοιτάζουν τα πρώην στρατόπεδα, αντί ν’ αποδοθούν στους πολίτες που τους ανήκουν. Ανοίγει το φως, παίρνει από το κομοδίνο την εφημερίδα. Στις μέσα σελίδες διαβάζει για την πώληση του τουριστικού ακινήτου της Κασσιόπης στην Κέρκυρα – το Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων αποφάσισε να προχωρήσει τις διαδικασίες.

Στο μεταξύ, η φωτογραφία με τ’ απλωμένα χέρια κάνει το γύρο του κόσμου.

Συνεχίζει να φορτώνει. Βλέπει μπροστά στα μάτια του να του κουνάνε πάλι το δάχτυλο. Απειλητικά. Κατευθείαν μέσα στα μούτρα.

Του ΄ρχεται να το ξεριζώσει σαν λυσσασμένος σκύλος.

 

 

 

 

Losing the time

12 Δεκεμβρίου, 2012

Το σπίτι μου είναι πολύ κρύο. Η ιδέα ότι σε λίγες μέρες θα έρθουν τα κοινόχρηστα και δε θα μπορώ να τα πληρώσω με τρομάζει. Σήμερα λοιπόν, έμαθα να γράφω στον υπολογιστή φορώντας τα γάντια μου.

Παρ’ όλο που ακούγεται γελοίο, εγώ το αντιμετωπίζω σαν μια νέα δεξιότητα. Μη νομίζεις, δεν είναι και τόσο εύκολο, γιατί τα πλήκτρα μπερδεύονται και αλλοιώνουν τα νοήματα.

Κάθε φορά που έρχεται η μάνα μου στο σπίτι προσφέρεται να μου αγοράσει ένα αερόθερμο για να ζεσταίνει τουλάχιστον το σαλόνι. Μετά αφήνει χρήματα, πενήντα – εκατό ευρώ, δήθεν για να πάρω παπούτσια ή κανα ρούχο που μου αρέσει, ενώ κατά βάθος και οι δυο γνωρίζουμε ότι ο λόγος που το κάνει είναι για να τσοντάρει στους απλήρωτους λογαριασμούς.

Σταδιακά αποδέχομαι το γεγονός ότι ανήκω στην κοινωνική τάξη των φτωχών κι ότι οι προοπτικές άσκησης ενός επαγγέλματος, που να μου επιτρέπει μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση, μοιάζουν με όνειρο θερινής νυκτός.  Κανα δυο τρελοί καθηγητές μου με παροτρύνουν να συνεχίσω με το διδακτορικό, αλλά στρέφουν το κεφάλι τους αλλού, όταν η κουβέντα μας φτάνει στο επαγγελματικό αδιέξοδο. Ένας απαίσιος, πελώριος και κατάμαυρος τοίχος υψώνεται μπροστά και πάνω του βλέπω κρεμασμένα τα τρία μου πτυχία.

Αυτές τις κρύες νύχτες το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι θα ‘θελα πολύ να βρισκόμασταν, όπως παλιά, με τις φίλες μου, σε δωμάτια γεμάτα καπνό με τέρμα τη μουσική στα ηχεία και να τους βρίζουμε όλους μέχρι να εκτονωθούμε. Μετά από κανα τριήμερο, ας πούμε, θα μπορούσε να γυρίσει καθεμιά στο σπίτι της ή στο γραφείο με τους ανθρωποφάγους συναδέλφους, σαν να μην τρέχει τίποτα. Ειδικά η μια θα πρέπει ν’ ανέβει στην έδρα, με μια στοίβα από δικογραφίες που θα της κόβουν τη θέα, ενώ ξέρω πόσο πολύ της αρέσει να κοιτάζει τους ανθρώπους στα μάτια. Την ίδια στιγμή πιθανότατα θ’ ακούει φωνές μέσα στο κεφάλι της που θα της ψιθυρίζουν ότι, το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά, ενώ ο εκ δεξιών θα τη ρωτάει κάτι για την υπόθεση κι εκείνη θα μειδιά, διότι αυτό το σύστημα μερικές φορές, πρέπει να το πολεμάς και από μέσα.

Είναι τόσα λίγα αυτά που ζητάω, γαμώτο. Κι όμως μοιάζουν σχεδόν ακατόρθωτα.

…πρέπει και να τους πολεμάς (σύνθημα σε τοίχο)

Από τη Φαρμακόγλωσσα Κίρκη αντιγράφω το παρακάτω κείμενο του Γκαίμπελς που δημοσιεύθηκε το 1928 στην εφημερίδα Der Angriff. Παραλληλισμοί με εγχώρια κοινοβουλευτικά εκτρώματα είναι επιβεβλημένοι.

«Θα μπούμε στο Ράιχσταγκ για να εφοδιαστούμε από το οπλοστάσιο της δημοκρατίας με τα όπλα της. Θα γίνουμε βουλευτές για να εξουδετερώσουμε το πνεύμα της Βαϊμάρης χρησιμοποιώντας το ίδιο.
Εάν η δημοκρατία είναι τόσο ηλίθια ώστε να μας δώσει το ελεύθερο, και μάλιστα και βουλευτική αποζημίωση για αυτό, είναι θέμα δικό της. …
Κάθε νομικό μέσο μας είναι ευπρόσδεκτο για την ανατροπή των σημερινών καταστάσεων. Εάν πετύχουμε στις εκλογές να βάλουμε εξήντα έως εβδομήντα αγκιτάτορες του κόμματος στα διάφορα κοινοβούλια, μελλοντικά το ίδιο το κράτος θα εξοπλίσει και θα υποστηρίξει οικονομικά τον αγώνα μας. …
Και ο Μουσολίνι είχε μπει στο κοινοβούλιο. Κι όμως δεν άργησε να οργανώσει την πορεία προς τη Ρώμη. …
Ερχόμαστε ως εχθροί! Όπως ο λύκος που πέφτει σε κοπάδι προβάτων, έτσι ερχόμαστε. Τώρα δεν είστε πλέον μεταξύ σας! Και δε θα έχετε μεγάλη χαρά με εμάς!»

Απ’ ό,τι φαίνεται, η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν έχει κανένα πρόβλημα με την εξύμνηση των δικτατορικών καθεστώτων. Θα μου πείτε βέβαια, εδώ ανέχεται την πίστη στα λόγια του Φίρερ, που μπορεί να οδηγεί και σε ανάληψη ανάλογης δράσης. Ξέρουμε. Θα περιμένουμε την έκβαση των εισαγγελικών παρεμβάσεων και τις κριτικές για τα βίντεο που στέλνονται στη Δικαιοσύνη.

 Το παρακάτω αποσπάσμα από το βιβλίο του Δ. Ψαρρά με τίτλο «Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής», εκδ. Πόλις (σελ. 37-38) φωτίζει σκοτεινές πτυχές της «αρθρογραφίας» του βουλευτή επικρατείας, που έβγαλε τη σημαία των συνταγματαρχών χτες στην Κρήτη.

«…  Ο Παππάς, ο οποίος σήμερα είναι βουλευτής της Χρυσής Αυγής, θα γράψει το 1983 για την επέτειο της πτώσης του ναζισμού έναν ύμνο στον Χίτλερ: «Ο Φίρερ του Γερμανικού Ράιχ, αυτός ο οραματι­στής της Νέας Ευρώπης και η Εύα Μπράουν θα αυτοκτονήσουν στις 15:30 της 30ής Απριλίου 1945. Την ίδια μέρα, 30 Απριλίου μετά από 38 χρόνια εμείς οι Έλληνες Εθνικοσοσιαλισταί θα στα­θούμε προσοχή χαιρετώντας με τον αιώνιο χαιρετισμό και θα κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή. Στις καρδιές μας φουντώνει η πί­στη στα λόγια του Φίρερ «σε μια-δυο γενεές θα μου αποδοθεί δίκαιοσύνη». Στις καρδιές μας φουντώνει η πίστη στη Νίκη. Η Νίκη θα είναι δική μας. Νίκη που θα σημάνει την εθνικοσοσιαλιστική κοσμογονία και την συντριβή του δηλητηριαστή όλων των λαών: του διεθνή Ιουδαϊσμού. 30 Απριλίου 1945 – 30 Απριλίου 1983. Ο αγών συνεχίζεται. Το μέλλον μάς ανήκει».

(Παραπομπή του συγγραφέα: Χρήστος  Η. Παππάς, «Αναφορά σε μια μεγάλη επέτειο»  Χρυσή Αυγή τχ. 10, Μάιος-Ιούνιος 1983, σ. 22).
Συνεχίζω την ανάγνωση του βιβλίου με μεγάλο ενδιαφέρον. Στο μεταξύ, το μόνο που κάνουν κάποιοι είναι να μιλούν για τα δυο άκρα, συγχέοντας τις βούρτσες με κάτι άλλο.

Ο μετανάστης που βρέθηκε βαριά κακοποιημένος και αλυσοδεμένος στη Σαλαμίνα κι οδηγήθηκε ακολούθως στη Διεύθυνση Αλλοδαπών προκειμένου ν’ απελαθεί, αφέθηκε τελικά ελεύθερος, για ανθρωπιστικούς λόγους. Προφανώς και κινητοποιήθηκε το υπουργείο επειδή το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις, όχι από τα τηλεοπτικά κανάλια που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το υποβάθμισαν για κάμποσες μέρες, αλλά εξαιτίας της καταδίκης της επίθεσης από τον Πρέσβη της Αιγύπτου, που παραχώρησε συνέντευξη τύπου στα διεθνή ΜΜΕ. Κι ενώ όλοι οι θύτες αφέθηκαν ελεύθεροι (με ποιο σκεπτικό, άραγε;) ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες βγαίνουν στην επιφάνεια σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα: λ.χ. ότι ο φούρναρης διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος με συνδυασμό που υποστήριζε η Ν.Δ., ο δε γιος του έχει σχέσεις με τη ΧΑ. Τελοσπάντων, αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά πια.

Νομίζω ότι όποιος έχει διαβάσει στις εφημερίδες τις περιγραφές των σωματικών και ψυχολογικών βασανιστηρίων που υπέστη ο Αιγύπτιος, έχει οπτικοποιήσει κάθε λέξη του και οι εικόνες αυτές δε βγαίνουν από το μυαλό του με τίποτα.

 Κακώς όμως πέφτουμε από τα σύννεφα. Βασανιστήρια στη χώρα μας συμβαίνουν γιατί οι αρχές και η κοινωνία το επιτρέπουν, ενώ η δικαιοσύνη στην καλύτερη περίπτωση δε διευκολύνει τη διαλεύκανση και στη χειρότερη φαίνεται απρόθυμη να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Γρήγορα ξεχάστηκαν οι βασανισμοί στη Μανωλάδα, η υπόθεση Zontul, το γεγονός ότι η χώρα καταδικάζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις ανεπαρκείς έρευνες και τις δυσανάλογα μικρές ποινές που επιβάλλονται, σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις. Τελικά ο κάθε νοικοκύρης που σοκαρίστηκε από τις βάναυσες εικόνες στη Σαλαμίνα, θα πρέπει να αναρωτηθεί ποια είναι η δική του συμβολή στη νομιμοποίηση και την εκδήλωση αυτών των συμπεριφορών, γιατί σ’ αυτή τη νομιμοποίηση στηρίζονται και πολλαπλασιάζονται σαν τα μικρόβια.

Ελπίζω να δοθεί άσυλο ή προσωρινή άδεια παραμονής, για να καταθέσει στη δίκη ο Αιγύπτιος. Πολύ φοβάμαι όμως ότι μετά από 4-5 αναβολές (κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων) και το ψυχολογικό και οικονομικό βάρος που αυτές συνεπάγονται, οι αποδείξεις θα ξεθωριάσουν πολύ και το μόνο που θα μείνει θα είναι ένα νούμερο στο πινάκιο.

Cheers!

24 Οκτωβρίου, 2012

Στο ενυδρείο σήμερα είχαμε τα πρώτα γεννητούρια.

Εντελώς ξαφνικά εμφανίστηκαν πίσω από τις πέτρες δυο μικροσκοπικά ψαράκια και μια κατακόκκινη γαρίδα,

η τελευταία, λαθρεπιβάτισσα, λένε, ήρθε στο σπίτι μαζί με τα φυτά.

Χαρές μεγάλες. Η γάτα, βέβαια, εξακολουθεί να κοιτάζει απορημένη.

υ.γ.1 Η περιπλάνηση στα ψηφιακά αποθετήρια συνεχίζεται.

υ.γ.2 Το όριο είναι στις τρεις μπύρες, Stephen

Οκτώβρης

15 Οκτωβρίου, 2012

 

Το γεροντάκι του πρώτου ορόφου περνά πολλές ώρες καθημερινά στο μπαλκόνι και διαολοστέλνει όποιον διασχίζει το δρόμο. Φυσικά δεν μου επιφυλάσσει ειδική μεταχείριση και μ’ έχει στείλει και μένα στον αγύριστο κάμποσες φορές, όπως λόγου χάρη όταν βγαίνω από την πολυκατοικία, ή κάθε φορά που ποτίζω τα λουλούδια και βρέχω την τέντα του. Αν όμως τύχει και συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο, συνομιλούμε σαν να μη συμβαίνει τίποτε, ενώ πριν λίγες μέρες που τον πέτυχα στην είσοδο και του πρόσφερα ένα κουλουράκι, κάθισε στα σκαλιά και το ‘φαγε με γελαστά μάτια σαν μικρό παιδί, που λαχταρά λιχουδιές και φροντίδα.

Ο γιος του μένει επίσης στην πολυκατοικία μας. Τον επισκέπτεται τα μεσημέρια για λίγα λεπτά, για να του αφήσει το φαγητό του. Άλλο χρόνο δεν του αφιερώνει, έχει κι εκείνος τα δικά του προβλήματα. Σε κάθε ευκαιρία όμως, αν τύχει και πιάσεις κουβέντα μαζί του, απευθύνει το ρητορικό ερώτημα  «ξέρεις τι είναι να έχεις έναν συνταξιούχο στην οικογένεια τη σήμερον ημέρα;»

Φυσικά όλοι ξέρουν. Ένας συνταξιούχος στην οικογένεια σήμερα, ισοδυναμεί μ’ ένα πορτοφόλι που περιέχει 500 ευρώ, μπόνους στον κουτσουρεμένο μισθό ή στο επίδομα ανεργίας. Όπως και να το κάνουμε, είναι μεγάλη υπόθεση.

Αν πάθει κάτι το γεροντάκι του πρώτου, για την πεντακοσάρα θα κλαιει περισσότερο ο γιος του, παρά για την απώλεια του πατέρα του.

Θα μου πεις τώρα, γιατί στα γράφω όλ’ αυτά;

Καταρχήν διότι έχω την αίσθηση πως αυτός ο χρόνος θα είναι δύσκολος για το γεράκο του πρώτου. Η υγεία του είναι κλονισμένη,  οι κοινωνικές παροχές ανύπαρκτες και πολύ σύντομα θα κάθεται στη βεράντα κουκουλωμένος με την κουβέρτα και μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι και θα βρίζει ακόμα περισσότερο, την κακή του τύχη και τον κόσμο όλο. Κάποτε είχε να ελπίζει σ’ ένα σύστημα πρόνοιας, που εγγυάται ένα ελάχιστο όριο βιοτικού επιπέδου. Πού να φανταστεί ότι  θα έρθει η μέρα που θ’ αδυνατεί να ζεστάνει το σπίτι του; Ή ότι το παιδί του έχει στεγνώσει από κάθε συναίσθημα και τον βλέπει σαν τραπεζικό λογαριασμό; Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, η άνοια μοιάζει μ’ ευλογία.

Οι υπόλοιποι ένοικοι παλεύουν με τα δικά τους τέρατα.

 Κι εγώ με τα δικά μου.

Αυτό το βρώμικο πέπλο της παράνοιας που έχει στοιχειώσει κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής, δεν αποτινάσσεται με τίποτα. Μαγειρεύεις και παράλληλα σκέφτεσαι ότι αποτελείς μέρος ενός πειράματος με προδιαγεγραμμένη αποτυχία. Βγαίνεις βόλτα και φαντάζεσαι ότι κάποιος μπορεί να σου κλείσει το στόμα και να σου απαγορεύσει να μιλήσεις, επειδή θεωρεί τα λόγια σου ανήθικα. Δύσκολα έρχεται ο ύπνος το βράδυ. Ο Σ. λέει ότι τα πράγματα είναι οριακά. Ότι δε θ’ αργήσει να υπάρξει αντίδραση, γιατί δεν μπορεί να ηττηθεί η λογική. Ότι στο επίκεντρο είναι ο άνθρωπος, όσο κι αν προσπαθούν να μας επιβάλουν το αντίθετο.

Έτσι πρέπει να είναι.

It’s getting colder

5 Οκτωβρίου, 2012

Στη χώρα μου το άσπρο έχει γίνει μαύρο. Ολοένα και περισσότερα μάτια θολώνουν. Μυαλά υποτάσσονται στα ψεύδη των μέσων. Άνθρωποι στα όρια της ανέχειας αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες. Διεκδικούν αυτό που τους ανήκει και εισπράττουν πληγές στο κεφάλι. Παιδιά διαπομπεύονται και βασανίζονται. Το τεκμήριο της αθωότητας ισχύει μόνο για τους πολιτικούς. Κάποιοι ματώνουν και άλλοι θησαυρίζουν. Πολλοί ματώνουν και λίγοι θησαυρίζουν. Περίεργοι πλουτισμοί. Όχι παράνομοι ή αδικαιολόγητοι, αλλά περίεργοι. Νέα ήθη. Φασίστες μετέχουν σε επιτροπές κατά του ρατσισμού.

Δεν μπορεί, πρέπει να ζούμε σε άλλη πραγματικότητα.

Έξω έχει 30 βαθμούς. Αλλά κάνει πολύ κρύο.

I can’t hear you

17 Σεπτεμβρίου, 2012

Δε χρειάζεται ιδιαίτερη διορατικότητα για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι η ανοχή της φασιστικής βίας και της υποστηρικτικής της φρασεολογίας, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε γενικευμένα πογκρόμ με δυνητικούς αποδέκτες το σύνολο της κοινωνίας.

Κι επειδή η συνδυασμένη με την αγραμματοσύνη υποκρισία ξεχειλίζει, να μη σου κάνει καμία εντύπωση όταν οι ίδιοι που βλέπουν ευκαιρίες των φασιστικών συμμοριών για εκδημοκρατισμό, ή εκείνοι που φιλοξενούν πολυσέλιδα αφιερώματα για τους παρακρατικούς στις φυλλάδες τους, θ’ απορούν και θα εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους για μαχαιρώματα από 14χρονα σε πλατείες και σχολεία. Και το μαχαίρι αυτό θα το κρατούν πολλοί: οι δάσκαλοι που δε δίδαξαν, οι γονείς που επέτρεψαν στην εξαθλίωση να νομιμοποιήσει μικρούς, καθημερινούς φασισμούς, οι ανιστόρητοι, πληρωμένοι κονδυλοφόροι.

Το θέμα είναι τί κάνουμε. Εσύ. Κι εγώ.